Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσκυνητέος
προσκυνητήρ
προσκυνη[τήριον
προσκυνητής
προσκυνητός
προσκύπτω
προσκυρέω
προσκύρησις
προσκυρόω
προσκύρωσις
προσκύσας
προσκωμάζω
πρόσκωπος
προσλαγχάνω
προσλάζυμαι
προσλάκκιον
προσλαλέω
προσλαλιά
προσλαμβάνω
προσλάμπω
πρόσλαμψις
View word page
προσκύσας
προσκύσας, πρόσκῠσον, aor. 1 part. and imper. of προσκυνέω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσκύσας
Headword (normalized):
προσκύσας
Headword (normalized/stripped):
προσκυσας
IDX:
89683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89684
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσκύσας</span>, <span class="orth greek">πρόσκῠσον</span>, aor. 1 part. and imper. of <span class="foreign greek">προσκυνέω</span>.</div><br><br>'}