Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσκυλίω
προσκύλλω
προσκυμαίνω
πρόσκυνες
προσκυνέω
προσκύνημα
προσκύνησις
προσκυνητέον
προσκυνητέος
προσκυνητήρ
προσκυνη[τήριον
προσκυνητής
προσκυνητός
προσκύπτω
προσκυρέω
προσκύρησις
προσκυρόω
προσκύρωσις
προσκύσας
προσκωμάζω
πρόσκωπος
View word page
προσκυνη[τήριον
προσκῠν-η[τήριον
],
τό
,= foreg., dub. rest. in
POxy.
1449.19
(iii A.D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προσκυνη[τήριον
Headword (normalized):
προσκυνη[τήριον
Headword (normalized/stripped):
προσκυνη[τηριον
IDX:
89675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89676
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσκῠν-η[τήριον</span>], <span class="gen greek">τό</span>,= foreg., dub. rest. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 1449.19 </span> (iii A.D.).</div><br><br>'}