Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσκουφίζομαι
πρόσκοψις
πρόσκρανον
προσκρατύνω
προσκρεμάννυμι
προσκρίνω
πρόσκρισις
πρόσκρουμα
πρόσκρουσις
πρόσκρουσμα
προσκρουσμός
προσκρουστέον
προσκρουστικός
προσκρούω
προσκτάομαι
πρόσκτησις
πρόσκτητος
προσκτίζω
προσκυλινδέομαι
προσκυλίω
προσκύλλω
View word page
προσκρουσμός
προς-κρουσμός, ,=
A). πρόσκρουσις 1 , Placit. 3.3.12 .


ShortDef

dashing against

Debugging

Headword:
προσκρουσμός
Headword (normalized):
προσκρουσμός
Headword (normalized/stripped):
προσκρουσμος
IDX:
89656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89657
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προς-κρουσμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">πρόσκρουσις</span> <span class="bibl"> 1 </span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Placit.</span> 3.3.12 </span>.</div> </div><br><br>'}