Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσκόσμημα
προσκόσμησις
προσκοτέω
προσκουφίζομαι
πρόσκοψις
πρόσκρανον
προσκρατύνω
προσκρεμάννυμι
προσκρίνω
πρόσκρισις
πρόσκρουμα
πρόσκρουσις
πρόσκρουσμα
προσκρουσμός
προσκρουστέον
προσκρουστικός
προσκρούω
προσκτάομαι
πρόσκτησις
πρόσκτητος
προσκτίζω
View word page
πρόσκρουμα
πρός-κρουμα, ατος, τό,
A). v. πρόσκρουσμα .


ShortDef

obstacle

Debugging

Headword:
πρόσκρουμα
Headword (normalized):
πρόσκρουμα
Headword (normalized/stripped):
προσκρουμα
IDX:
89653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89654
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρός-κρουμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πρόσκρουσμα</span> .</div> </div><br><br>'}