Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρόσκοιτος
προσκολλάω
προσκόλλημα
προσκόλλησις
προσκολλητός
προσκολλίζομαι
πρόσκολλος
προσκομιδή
προσκομίζω
προσκομιστέον
προσκομιστικός
πρόσκομμα
προσκοπεύομαι
προσκοπέω
προσκοπή1
προσκοπή2
προσκόπησις
προσκοπητέον
προσκόπιον
πρόσκοπος
προσκοπτικός
View word page
προσκομιστικός
προσκομ-ιστικός, , όν,
A). of or for conveyance, Zonar. s.v. προσαγωγικός .


ShortDef

of/for conveyance

Debugging

Headword:
προσκομιστικός
Headword (normalized):
προσκομιστικός
Headword (normalized/stripped):
προσκομιστικος
IDX:
89627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89628
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσκομ-ιστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">for conveyance</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Zonar.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">προσαγωγικός</span> .</div> </div><br><br>'}