Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσκογχυλίζομαι
προσκοινόομαι
προσκοινωνέω
πρόσκοιτος
προσκολλάω
προσκόλλημα
προσκόλλησις
προσκολλητός
προσκολλίζομαι
πρόσκολλος
προσκομιδή
προσκομίζω
προσκομιστέον
προσκομιστικός
πρόσκομμα
προσκοπεύομαι
προσκοπέω
προσκοπή1
προσκοπή2
προσκόπησις
προσκοπητέον
View word page
προσκομιδή
προσκομ-ῐδή, ,
A). oblation, Hsch.


ShortDef

oblation

Debugging

Headword:
προσκομιδή
Headword (normalized):
προσκομιδή
Headword (normalized/stripped):
προσκομιδη
IDX:
89624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89625
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσκομ-ῐδή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">oblation</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}