Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσκνήθω
προσκνυζάομαι
προσκογχυλίζομαι
προσκοινόομαι
προσκοινωνέω
πρόσκοιτος
προσκολλάω
προσκόλλημα
προσκόλλησις
προσκολλητός
προσκολλίζομαι
πρόσκολλος
προσκομιδή
προσκομίζω
προσκομιστέον
προσκομιστικός
πρόσκομμα
προσκοπεύομαι
προσκοπέω
προσκοπή1
προσκοπή2
View word page
προσκολλίζομαι
προσκολλ-ίζομαι,
A). attach, dub. in Anthem. p.155 W.


ShortDef

attach

Debugging

Headword:
προσκολλίζομαι
Headword (normalized):
προσκολλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσκολλιζομαι
IDX:
89622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89623
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσκολλ-ίζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">attach</span>, dub. in Anthem.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0011.tlg001.perseus-grc1:p.155" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0011.tlg001.perseus-grc1:p.155/canonical-url/"> p.155 </a> W.</div> </div><br><br>'}