προσκλύζω
προς-κλύζω, Dor. ποτικλύζω,
A). wash with waves, Cyr. 6.2.22 : c. dat., dash against, πρίν γε θεοῦ τεμένει κῦμα ποτικλύζῃ Orac. ap. ;[ 3.112 ὄρει] προσκλύζει τὸ πέλαγος ; 5.59.5 πρὸς τὴν ἀκρόπολιν Dio 24 : c. acc., lave, τοὺς ὀφθαλμοὺς ὕδατι ψυχρῷ :— Pass., 141 to be washed, θαλάττῃ by the sea, , cf. 1.31 BJ 3.10.1 .
II). Pass., to be used as a wash, v.l. in , cf. 4.63 Eup. 1.119 .