πρόσκλισις
πρός-κλῐσις, εως, ἡ,
II). inclination, predilection, τῶν γερόντων ; 6.10.10 τινι to one, ; 5.51.8 αἵρεσίς ἐστι π. δογμάτων Stoic. 2.37 ; π. δόγμασιν ibid., Prooem. 20 , P. 1.16 ; μετὰ -κλίσεως Carnead. and Clitomach. ap. eund.ib. 230 ; κατὰ πρόσκλισιν with partiality, 1 Ep.Ti. 5.21 .