Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγριοπήγανον
ἀγριοπηγός
ἀγριοποιέω
ἀγριοποιός
ἀγριόπρασον
ἀγριορίγανος
ἀγριόρροδον
ἄγριος
ἀγριοσέλινον
ἀγριοσίκυον
ἀγριοσταφίδες
ἀγριοσταφυλίτης
ἀγριότης
ἀγριόφαγρος
ἀγριοφανής
ἀγριόφυλλον
ἀγριόφυτα
ἀγριόφωνος
ἀγριόχοιρος
ἀγριοψωρία
ἀγριόω
View word page
ἀγριοσταφίδες
ἀγριο-σταφίδες and ἀγριο-σταφύλιες (sic),
A). wild grapes, Hsch.


ShortDef

wild grapes

Debugging

Headword:
ἀγριοσταφίδες
Headword (normalized):
ἀγριοσταφίδες
Headword (normalized/stripped):
αγριοσταφιδες
IDX:
895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-896
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγριο-σταφίδες</span> and <span class="orth greek">ἀγριο-σταφύλιες</span> (sic), <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wild grapes</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}