Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσκείρομαι
προσκέλλω
προσκενόω
προσκενωτέον
προσκεπαστής
προσκέπτομαι
προσκερδαίνω
προσκεφαλάδιον
προσκεφάλαιον
προσκεφαλίς
προσκέφαλον
προσκηδής
προσκήνιον
προσκήπτω
προσκηρυκεύομαι
προσκηρύσσω
προσκιγκλίζομαι
προσκιθαρίζω
προσκινδυνεύω
προσκινέομαι
προσκιχρῶ
View word page
προσκέφαλον
προσκέφᾰλ-ον
,
τό
, = foreg.,
Cyran.
25
.
ShortDef
pillow
Debugging
Headword:
προσκέφαλον
Headword (normalized):
προσκέφαλον
Headword (normalized/stripped):
προσκεφαλον
IDX:
89582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89583
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσκέφᾰλ-ον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cyran.</span> 25 </span>.</div><br><br>'}