Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρόσκαυμα
πρόσκαυσις
προσκαυστικός
προσκεδάννυμι
πρόσκειμαι
προσκείρομαι
προσκέλλω
προσκενόω
προσκενωτέον
προσκεπαστής
προσκέπτομαι
προσκερδαίνω
προσκεφαλάδιον
προσκεφάλαιον
προσκεφαλίς
προσκέφαλον
προσκηδής
προσκήνιον
προσκήπτω
προσκηρυκεύομαι
προσκηρύσσω
View word page
προσκέπτομαι
προσκέπτομαι,
A). v. προσκοπέω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσκέπτομαι
Headword (normalized):
προσκέπτομαι
Headword (normalized/stripped):
προσκεπτομαι
IDX:
89577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89578
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσκέπτομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προσκοπέω</span> .</div> </div><br><br>'}