Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσκατόμνυμαι
προσκατορθόω
προσκαυλέω
πρόσκαυμα
πρόσκαυσις
προσκαυστικός
προσκεδάννυμι
πρόσκειμαι
προσκείρομαι
προσκέλλω
προσκενόω
προσκενωτέον
προσκεπαστής
προσκέπτομαι
προσκερδαίνω
προσκεφαλάδιον
προσκεφάλαιον
προσκεφαλίς
προσκέφαλον
προσκηδής
προσκήνιον
View word page
προσκενόω
προσκεν-όω,
A). empty, evacuate besides, Gal. 15.727 .


ShortDef

empty, evacuate besides

Debugging

Headword:
προσκενόω
Headword (normalized):
προσκενόω
Headword (normalized/stripped):
προσκενοω
IDX:
89574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89575
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσκεν-όω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">empty, evacuate besides</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 15.727 </span>.</div> </div><br><br>'}