Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσκαταχέω
προσκαταχράομαι
προσκαταχρηματίζω
προσκαταχωρίζω
προσκαταψεύδομαι
προσκατειλέω
προσκατεργάζομαι
προσκατερείδομαι
προσκατερείπω
προσκατεσθίω
προσκατεύχομαι
προσκατέχω
προσκατηγορέω
προσκατοικίζω
προσκατόμνυμαι
προσκατορθόω
προσκαυλέω
πρόσκαυμα
πρόσκαυσις
προσκαυστικός
προσκεδάννυμι
View word page
προσκατεύχομαι
προσκατ-εύχομαι,
A). curse besides, v.l. in Thphr. HP 9.8.8 .


ShortDef

curse besides

Debugging

Headword:
προσκατεύχομαι
Headword (normalized):
προσκατεύχομαι
Headword (normalized/stripped):
προσκατευχομαι
IDX:
89560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89561
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσκατ-εύχομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">curse besides</span>, v.l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg001:9:8:8" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg001:9:8:8/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thphr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">HP</span> 9.8.8 </a>.</div> </div><br><br>'}