Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσκαταφυτεύω
προσκαταχέω
προσκαταχράομαι
προσκαταχρηματίζω
προσκαταχωρίζω
προσκαταψεύδομαι
προσκατειλέω
προσκατεργάζομαι
προσκατερείδομαι
προσκατερείπω
προσκατεσθίω
προσκατεύχομαι
προσκατέχω
προσκατηγορέω
προσκατοικίζω
προσκατόμνυμαι
προσκατορθόω
προσκαυλέω
πρόσκαυμα
πρόσκαυσις
προσκαυστικός
View word page
προσκατεσθίω
προσκατ-εσθίω, fut. -έδομαι,
A). eat besides, Alex. 172.5 .


ShortDef

eat besides

Debugging

Headword:
προσκατεσθίω
Headword (normalized):
προσκατεσθίω
Headword (normalized/stripped):
προσκατεσθιω
IDX:
89559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89560
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσκατ-εσθίω</span>, fut. <span class="foreign greek">-έδομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">eat besides</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0402.tlg001:172:5" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0402.tlg001:172.5/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alex.</span> 172.5 </a>.</div> </div><br><br>'}