Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσκατασύρω
προσκατατάσσω
προσκατατείνω
προσκατατίθημι
προσκατατρέχω
προσκαταφθείρω
προσκαταφρονέω
προσκαταφυτεύω
προσκαταχέω
προσκαταχράομαι
προσκαταχρηματίζω
προσκαταχωρίζω
προσκαταψεύδομαι
προσκατειλέω
προσκατεργάζομαι
προσκατερείδομαι
προσκατερείπω
προσκατεσθίω
προσκατεύχομαι
προσκατέχω
προσκατηγορέω
View word page
προσκαταχρηματίζω
προσκατα-χρημᾰτίζω
, pf. part. Pass.
A).
προσκατακεχρηματισμένην
UPZ
26.7
(ii B.C.), miscopied from
προσκατακεχωρισμένην
, cf.*
25.11
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προσκαταχρηματίζω
Headword (normalized):
προσκαταχρηματίζω
Headword (normalized/stripped):
προσκαταχρηματιζω
IDX:
89552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89553
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσκατα-χρημᾰτίζω</span>, pf. part. Pass. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">προσκατακεχρηματισμένην</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">UPZ</span> 26.7 </span> (ii B.C.), miscopied from <span class="foreign greek">προσκατακεχωρισμένην</span>, cf.*<span class="bibl"> 25.11 </span>.</div> </div><br><br>'}