Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσκαταπυκνόω
προσκαταράομαι
προσκαταριθμέω
προσκαταρρήγνυμι
προσκατασήπω
προσκατασκάπτω
προσκατασκευάζω
προσκατασκευαστικός
προσκατασπάω
προσκαταστρέφομαι
προσκατασύρω
προσκατατάσσω
προσκατατείνω
προσκατατίθημι
προσκατατρέχω
προσκαταφθείρω
προσκαταφρονέω
προσκαταφυτεύω
προσκαταχέω
προσκαταχράομαι
προσκαταχρηματίζω
View word page
προσκατασύρω
προσκατα-σύρω [ῡ],
A). pull down besides, χερὶ Ἄδωνιν AP 11.174 ( Lucill.).


ShortDef

to pull down besides

Debugging

Headword:
προσκατασύρω
Headword (normalized):
προσκατασύρω
Headword (normalized/stripped):
προσκατασυρω
IDX:
89542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89543
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσκατα-σύρω</span> <span class="pron greek">[ῡ]</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pull down besides</span>, <span class="quote greek">χερὶ Ἄδωνιν</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 11.174 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lucill.</span></span>).</div> </div><br><br>'}