Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσκαταποντίζω
προσκαταποντόω
προσκαταπράττω
προσκαταπυκνόω
προσκαταράομαι
προσκαταριθμέω
προσκαταρρήγνυμι
προσκατασήπω
προσκατασκάπτω
προσκατασκευάζω
προσκατασκευαστικός
προσκατασπάω
προσκαταστρέφομαι
προσκατασύρω
προσκατατάσσω
προσκατατείνω
προσκατατίθημι
προσκατατρέχω
προσκαταφθείρω
προσκαταφρονέω
προσκαταφυτεύω
View word page
προσκατασκευαστικός
προσκατα-σκευαστικός, , όν,
A). proving in addition, ib. 750.11 .


ShortDef

proving in addition

Debugging

Headword:
προσκατασκευαστικός
Headword (normalized):
προσκατασκευαστικός
Headword (normalized/stripped):
προσκατασκευαστικος
IDX:
89539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89540
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσκατα-σκευαστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">proving in addition</span>, ib. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0732.tlg004:750:11" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0732.tlg004:750.11/canonical-url/"> 750.11 </a>.</div> </div><br><br>'}