Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνθυπερηφανέω
ἀνθυπέρχομαι
ἀνθυπηρετέω
ἀνθυπισχνέομαι
ἀνθυποβάλλω
ἀνθυπόδεικτος
ἀνθυποκρίνομαι
ἀνθυπολείπω
ἀνθυπολογέω
ἀνθυπολογίζομαι
ἀνθυπολογισμός
ἀνθυπόμνυμι
ἀνθυποπτεύω
ἀνθυπορύσσω
ἀνθυπόρυξις
ἀνθυπόστασις
ἀνθυποστρέφω
ἀνθυποστροφή
ἀνθυποστροφέω
ἀνθυποτείνομαι
ἀνθυποτίθημι
View word page
ἀνθυπολογισμός
ἀνθυπο-λογισμός, ,
A). compensation, Gloss.


ShortDef

compensation

Debugging

Headword:
ἀνθυπολογισμός
Headword (normalized):
ἀνθυπολογισμός
Headword (normalized/stripped):
ανθυπολογισμος
IDX:
8953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8954
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνθυπο-λογισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">compensation,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}