Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσκατανόησις
προσκαταξαίνω
προσκαταξύω
προσκαταπήγνυμι
προσκαταπίμπραμαι
προσκαταπλάσσω
προσκαταπλήσσω
προσκαταποντίζω
προσκαταποντόω
προσκαταπράττω
προσκαταπυκνόω
προσκαταράομαι
προσκαταριθμέω
προσκαταρρήγνυμι
προσκατασήπω
προσκατασκάπτω
προσκατασκευάζω
προσκατασκευαστικός
προσκατασπάω
προσκαταστρέφομαι
προσκατασύρω
View word page
προσκαταπυκνόω
προσκατα-πυκνόω,
A). make still closer, τὴν εὔνοιαν Plu. 2.491a .


ShortDef

make still closer

Debugging

Headword:
προσκαταπυκνόω
Headword (normalized):
προσκαταπυκνόω
Headword (normalized/stripped):
προσκαταπυκνοω
IDX:
89532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89533
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσκατα-πυκνόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">make still closer</span>, <span class="quote greek">τὴν εὔνοιαν</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.491a </span> .</div> </div><br><br>'}