Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσκατανοέω
προσκατανόησις
προσκαταξαίνω
προσκαταξύω
προσκαταπήγνυμι
προσκαταπίμπραμαι
προσκαταπλάσσω
προσκαταπλήσσω
προσκαταποντίζω
προσκαταποντόω
προσκαταπράττω
προσκαταπυκνόω
προσκαταράομαι
προσκαταριθμέω
προσκαταρρήγνυμι
προσκατασήπω
προσκατασκάπτω
προσκατασκευάζω
προσκατασκευαστικός
προσκατασπάω
προσκαταστρέφομαι
View word page
προσκαταπράττω
προσκατα-πράττω,
A). accomplish besides, Aristid. 1.394J.


ShortDef

accomplish besides

Debugging

Headword:
προσκαταπράττω
Headword (normalized):
προσκαταπράττω
Headword (normalized/stripped):
προσκαταπραττω
IDX:
89531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89532
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσκατα-πράττω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">accomplish besides</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aristid.</span> 1.394J. </span> </div> </div><br><br>'}