Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσκαταμετρέω
προσκατανέμω
προσκατανοέω
προσκατανόησις
προσκαταξαίνω
προσκαταξύω
προσκαταπήγνυμι
προσκαταπίμπραμαι
προσκαταπλάσσω
προσκαταπλήσσω
προσκαταποντίζω
προσκαταποντόω
προσκαταπράττω
προσκαταπυκνόω
προσκαταράομαι
προσκαταριθμέω
προσκαταρρήγνυμι
προσκατασήπω
προσκατασκάπτω
προσκατασκευάζω
προσκατασκευαστικός
View word page
προσκαταποντίζω
προσκατα-ποντίζω, = sq.: metaph.,
A). τὴν βουλήν Lib. Or. 33.13 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσκαταποντίζω
Headword (normalized):
προσκαταποντίζω
Headword (normalized/stripped):
προσκαταποντιζω
IDX:
89529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89530
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσκατα-ποντίζω</span>, = sq.: metaph., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">τὴν βουλήν</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2200.tlg004:33:13" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2200.tlg004:33.13/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lib.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Or.</span> 33.13 </a> .</div> </div><br><br>'}