Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσκαταλύω
προσκαταμανθάνω
προσκαταμένω
προσκαταμετρέω
προσκατανέμω
προσκατανοέω
προσκατανόησις
προσκαταξαίνω
προσκαταξύω
προσκαταπήγνυμι
προσκαταπίμπραμαι
προσκαταπλάσσω
προσκαταπλήσσω
προσκαταποντίζω
προσκαταποντόω
προσκαταπράττω
προσκαταπυκνόω
προσκαταράομαι
προσκαταριθμέω
προσκαταρρήγνυμι
προσκατασήπω
View word page
προσκαταπίμπραμαι
προσκατα-πίμπρᾰμαι, Pass.,
A). to be burnt down besides, D.C. 62.17 .


ShortDef

to be burnt down besides

Debugging

Headword:
προσκαταπίμπραμαι
Headword (normalized):
προσκαταπίμπραμαι
Headword (normalized/stripped):
προσκαταπιμπραμαι
IDX:
89526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89527
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσκατα-πίμπρᾰμαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be burnt down besides</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:62:17" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:62.17/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.C.</span> 62.17 </a>.</div> </div><br><br>'}