Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσκαταλείφω
προσκαταλεπτύνω
προσκαταλλάττομαι
προσκαταλύω
προσκαταμανθάνω
προσκαταμένω
προσκαταμετρέω
προσκατανέμω
προσκατανοέω
προσκατανόησις
προσκαταξαίνω
προσκαταξύω
προσκαταπήγνυμι
προσκαταπίμπραμαι
προσκαταπλάσσω
προσκαταπλήσσω
προσκαταποντίζω
προσκαταποντόω
προσκαταπράττω
προσκαταπυκνόω
προσκαταράομαι
View word page
προσκαταξαίνω
προσκατα-ξαίνω, fut. -ξᾰνῶ,
A). cause to pine away, Lyc. 173 .


ShortDef

cause to pine away

Debugging

Headword:
προσκαταξαίνω
Headword (normalized):
προσκαταξαίνω
Headword (normalized/stripped):
προσκαταξαινω
IDX:
89523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89524
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσκατα-ξαίνω</span>, fut. <span class="foreign greek">-ξᾰνῶ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cause to pine away</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 173 </span>.</div> </div><br><br>'}