Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσκαταλαλέω
προσκαταλαμβάνω
προσκαταλέγω
προσκαταλείπω
προσκαταλείφω
προσκαταλεπτύνω
προσκαταλλάττομαι
προσκαταλύω
προσκαταμανθάνω
προσκαταμένω
προσκαταμετρέω
προσκατανέμω
προσκατανοέω
προσκατανόησις
προσκαταξαίνω
προσκαταξύω
προσκαταπήγνυμι
προσκαταπίμπραμαι
προσκαταπλάσσω
προσκαταπλήσσω
προσκαταποντίζω
View word page
προσκαταμετρέω
προσκατα-μετρέω,
A). measure out land in addition, PCair.Zen. 745.63 (iii B.C., Pass.).


ShortDef

measure out

Debugging

Headword:
προσκαταμετρέω
Headword (normalized):
προσκαταμετρέω
Headword (normalized/stripped):
προσκαταμετρεω
IDX:
89519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89520
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσκατα-μετρέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">measure out</span> land <span class="tr" style="font-weight: bold;">in addition,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PCair.Zen.</span> 745.63 </span> (iii B.C., Pass.).</div> </div><br><br>'}