Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνθύπειξις
ἀνθυπερβάλλω
ἀνθυπερηφανέω
ἀνθυπέρχομαι
ἀνθυπηρετέω
ἀνθυπισχνέομαι
ἀνθυποβάλλω
ἀνθυπόδεικτος
ἀνθυποκρίνομαι
ἀνθυπολείπω
ἀνθυπολογέω
ἀνθυπολογίζομαι
ἀνθυπολογισμός
ἀνθυπόμνυμι
ἀνθυποπτεύω
ἀνθυπορύσσω
ἀνθυπόρυξις
ἀνθυπόστασις
ἀνθυποστρέφω
ἀνθυποστροφή
ἀνθυποστροφέω
View word page
ἀνθυπολογέω
ἀνθυπο-λογέω,
A). compensate, Gloss.


ShortDef

compensate

Debugging

Headword:
ἀνθυπολογέω
Headword (normalized):
ἀνθυπολογέω
Headword (normalized/stripped):
ανθυπολογεω
IDX:
8951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8952
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνθυπο-λογέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">compensate,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}