Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσκατακλίνομαι
προσκατακλύζω
προσκατακτάομαι
προσκατακτείνω
προσκατακυκάω
προσκαταλαλέω
προσκαταλαμβάνω
προσκαταλέγω
προσκαταλείπω
προσκαταλείφω
προσκαταλεπτύνω
προσκαταλλάττομαι
προσκαταλύω
προσκαταμανθάνω
προσκαταμένω
προσκαταμετρέω
προσκατανέμω
προσκατανοέω
προσκατανόησις
προσκαταξαίνω
προσκαταξύω
View word page
προσκαταλεπτύνω
προσκαταλεπτύνω,
A). reduce, attenuate further, prob.l. in Ruf. Sat. Gon. 15 .


ShortDef

reduce, attenuate further

Debugging

Headword:
προσκαταλεπτύνω
Headword (normalized):
προσκαταλεπτύνω
Headword (normalized/stripped):
προσκαταλεπτυνω
IDX:
89514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89515
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσκαταλεπτύνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">reduce, attenuate further</span>, prob.l. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ruf.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Sat. Gon.</span> 15 </span>.</div> </div><br><br>'}