Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσκαταδείκνυμι
προσκαταδεσμέω
προσκαταδέω
προσκαταίρω
προσκαταισχύνω
προσκατακλαίομαι
προσκατακλείω
προσκατακλίνομαι
προσκατακλύζω
προσκατακτάομαι
προσκατακτείνω
προσκατακυκάω
προσκαταλαλέω
προσκαταλαμβάνω
προσκαταλέγω
προσκαταλείπω
προσκαταλείφω
προσκαταλεπτύνω
προσκαταλλάττομαι
προσκαταλύω
προσκαταμανθάνω
View word page
προσκατακτείνω
προσκατα-κτείνω,
A). kill besides, v.l. for προσαπο- , Palaeph. 31 .


ShortDef

kill besides

Debugging

Headword:
προσκατακτείνω
Headword (normalized):
προσκατακτείνω
Headword (normalized/stripped):
προσκατακτεινω
IDX:
89507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89508
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσκατα-κτείνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">kill besides</span>, v.l. for <span class="ref greek">προσαπο-</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2450.tlg001:31" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2450.tlg001:31/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Palaeph.</span> 31 </a>.</div> </div><br><br>'}