Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσκατάγω
προσκαταδείδω
προσκαταδείκνυμι
προσκαταδεσμέω
προσκαταδέω
προσκαταίρω
προσκαταισχύνω
προσκατακλαίομαι
προσκατακλείω
προσκατακλίνομαι
προσκατακλύζω
προσκατακτάομαι
προσκατακτείνω
προσκατακυκάω
προσκαταλαλέω
προσκαταλαμβάνω
προσκαταλέγω
προσκαταλείπω
προσκαταλείφω
προσκαταλεπτύνω
προσκαταλλάττομαι
View word page
προσκατακλύζω
προσκατα-κλύζω,
A). deluge still more: metaph., τὸν λόγον Plu. 2.549e .


ShortDef

deluge still more

Debugging

Headword:
προσκατακλύζω
Headword (normalized):
προσκατακλύζω
Headword (normalized/stripped):
προσκατακλυζω
IDX:
89505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89506
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσκατα-κλύζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">deluge still more</span>: metaph., <span class="quote greek">τὸν λόγον</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.549e </span> .</div> </div><br><br>'}