Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσκαταγράφω
προσκατάγω
προσκαταδείδω
προσκαταδείκνυμι
προσκαταδεσμέω
προσκαταδέω
προσκαταίρω
προσκαταισχύνω
προσκατακλαίομαι
προσκατακλείω
προσκατακλίνομαι
προσκατακλύζω
προσκατακτάομαι
προσκατακτείνω
προσκατακυκάω
προσκαταλαλέω
προσκαταλαμβάνω
προσκαταλέγω
προσκαταλείπω
προσκαταλείφω
προσκαταλεπτύνω
View word page
προσκατακλίνομαι
προσκατα-κλίνομαι [ῑ], Pass.,
A). recline beside, Hsch. s.v. πρόσβαλον .


ShortDef

recline beside

Debugging

Headword:
προσκατακλίνομαι
Headword (normalized):
προσκατακλίνομαι
Headword (normalized/stripped):
προσκατακλινομαι
IDX:
89504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89505
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσκατα-κλίνομαι</span> <span class="pron greek">[ῑ]</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">recline beside</span>, Hsch. s.v. <span class="ref greek">πρόσβαλον</span> .</div> </div><br><br>'}