Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσκάρδιος
προσκαρτερέω
προσκαρτέρησις
προσκαρτερητικῶς
προσκαρτερία
προσκαρφόω
προσκαταβαίνω
προσκαταβάλλω
προσκαταβλάπτω
προσκατάβλημα
προσκαταβόλημα
προσκαταγελάω
προσκαταγιγνώσκω
προσκαταγράφω
προσκατάγω
προσκαταδείδω
προσκαταδείκνυμι
προσκαταδεσμέω
προσκαταδέω
προσκαταίρω
προσκαταισχύνω
View word page
προσκαταβόλημα
προσκατα-βόλημα
, f.l. for foreg.,
Suid.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προσκαταβόλημα
Headword (normalized):
προσκαταβόλημα
Headword (normalized/stripped):
προσκαταβολημα
IDX:
89491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89492
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσκατα-βόλημα</span>, f.l. for foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}