Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσκαλινδέομαι
προσκάμνω
προσκάρδιος
προσκαρτερέω
προσκαρτέρησις
προσκαρτερητικῶς
προσκαρτερία
προσκαρφόω
προσκαταβαίνω
προσκαταβάλλω
προσκαταβλάπτω
προσκατάβλημα
προσκαταβόλημα
προσκαταγελάω
προσκαταγιγνώσκω
προσκαταγράφω
προσκατάγω
προσκαταδείδω
προσκαταδείκνυμι
προσκαταδεσμέω
προσκαταδέω
View word page
προσκαταβλάπτω
προσκατα-βλάπτω
,
A).
damage as well
,
Arc.
aor. subj.
εἰ δ’ ἄν τις .. ποσκατυβλάψη τι
IG
5(2).6.38
(Tegea, iv B.C.).
ShortDef
damage as well
Debugging
Headword:
προσκαταβλάπτω
Headword (normalized):
προσκαταβλάπτω
Headword (normalized/stripped):
προσκαταβλαπτω
IDX:
89489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89490
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσκατα-βλάπτω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">damage as well</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Arc.</span> </span> aor. subj. <span class="quote greek">εἰ δ’ ἄν τις .. ποσκατυβλάψη τι</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 5(2).6.38 </span> (Tegea, iv B.C.).</div> </div><br><br>'}