Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσκακουργέω
προσκακόω
προσκαλεύω
προσκαλέω
προσκαλινδέομαι
προσκάμνω
προσκάρδιος
προσκαρτερέω
προσκαρτέρησις
προσκαρτερητικῶς
προσκαρτερία
προσκαρφόω
προσκαταβαίνω
προσκαταβάλλω
προσκαταβλάπτω
προσκατάβλημα
προσκαταβόλημα
προσκαταγελάω
προσκαταγιγνώσκω
προσκαταγράφω
προσκατάγω
View word page
προσκαρτερία
προσκαρτερ-ία
,
ἡ
,=
προσκαρτέρησις
,
Inscr.Prien.
109.101
(ii B.C.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προσκαρτερία
Headword (normalized):
προσκαρτερία
Headword (normalized/stripped):
προσκαρτερια
IDX:
89485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89486
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσκαρτερ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <span class="foreign greek">προσκαρτέρησις</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Inscr.Prien.</span> 109.101 </span> (ii B.C.).</div><br><br>'}