Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσκαίω
προσκακουργέω
προσκακόω
προσκαλεύω
προσκαλέω
προσκαλινδέομαι
προσκάμνω
προσκάρδιος
προσκαρτερέω
προσκαρτέρησις
προσκαρτερητικῶς
προσκαρτερία
προσκαρφόω
προσκαταβαίνω
προσκαταβάλλω
προσκαταβλάπτω
προσκατάβλημα
προσκαταβόλημα
προσκαταγελάω
προσκαταγιγνώσκω
προσκαταγράφω
View word page
προσκαρτερητικῶς
προσκαρτερ-ητικῶς
, Adv.
A).
painstakingly
,
Phld.
Rh.
1.92
S.
ShortDef
painstakingly
Debugging
Headword:
προσκαρτερητικῶς
Headword (normalized):
προσκαρτερητικῶς
Headword (normalized/stripped):
προσκαρτερητικως
IDX:
89484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89485
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσκαρτερ-ητικῶς</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">painstakingly</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Rh.</span> 1.92 </span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.</span> </span> </div> </div><br><br>'}