πρόσκαιρος
πρόσκαιρος, ον,
A). occasional, extraordinary, ἑορτή IG 22.1368.44 ; αἱ π. ἐπιβολαί the additional taxes, PLond. 3.979.19 (iv A.D.); τὰ δημόσια τέλη κανονικά τε καὶ π. τούτων PMasp. 168.36 (vi A.D.).
3). at the time, τὰ π. ἄδηλα . 1.78
4). πρόσκαιρον,, agreement having temporary validity, . 6000v 35 (vi A.D.).
II). lasting for a time, temporary, ; 7.3.11 ἀνοχή Fr. 46.1 ; π. ἡ τέρψις, opp. ἀθάνατος, Rh. 7.4 , 6 ; opp. αἰώνιος, 2 Ep.Cor. 4.18 , cf. OGI 669.14 (Egypt, i A.D.); transient, , 13.21 . Adv. 4.8.8 -ρως , Ps.- 1.31 , 4.58 . 4.14.7