Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσιστορέω
προσιστορητέον
προσισχύω
προσίσχω
προσιτέον
προσιτεύω
προσιτητέον
προσιτός
προσκαθαιρέω
προσκαθαίρω
προσκαθάπτομαι
προσκαθεδρία
προσκαθέζομαι
προσκαθέλκω
προσκαθεύδω
προσκαθέψω
προσκάθημαι
προσκαθιδρύω
προσκαθιερόω
προσκαθίζω
προσκαθίννυμαι
View word page
προσκαθάπτομαι
προσκαθ-άπτομαι
, Med.,
A).
attack besides
,
τινος
Aristid.
2.117J.
ShortDef
attack besides
Debugging
Headword:
προσκαθάπτομαι
Headword (normalized):
προσκαθάπτομαι
Headword (normalized/stripped):
προσκαθαπτομαι
IDX:
89455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89456
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσκαθ-άπτομαι</span>, Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">attack besides</span>, <span class="itype greek">τινος</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aristid.</span> 2.117J. </span> </div> </div><br><br>'}