Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσινής
προσίνομαι
προσιπόω
προσιππάζομαι
προσιππεύω
προσίπταμαι
προσίστημι
προσιστορέω
προσιστορητέον
προσισχύω
προσίσχω
προσιτέον
προσιτεύω
προσιτητέον
προσιτός
προσκαθαιρέω
προσκαθαίρω
προσκαθάπτομαι
προσκαθεδρία
προσκαθέζομαι
προσκαθέλκω
View word page
προσίσχω
προσίσχω,
A). = προσέχω (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσίσχω
Headword (normalized):
προσίσχω
Headword (normalized/stripped):
προσισχω
IDX:
89448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89449
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσίσχω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">προσέχω</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}