Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρόσθλιψις
προσθόδομος
προσθοφανής
προσθροέω
προσθύμιος
προσθυραῖος
προσθυρεύς
προσιαγών
προσιατρεύω
προσιδρύω
προσίερος
προσιζάνω
προσίζησις
προσίζω
προσίημι
προσικετεύω
προσικνέομαι
προσίκτης
προσίκτωρ
προσινής
προσίνομαι
View word page
προσίερος
προσίερος,
A). v. ποθίερος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσίερος
Headword (normalized):
προσίερος
Headword (normalized/stripped):
προσιερος
IDX:
89429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89430
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσίερος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ποθίερος</span> .</div> </div><br><br>'}