Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσθέτης
προσθέτησις
προσθετικός
πρόσθετος
προσθέω
προσθεωρέω
προσθεωρητέον
πρόσθη
προσθήκη
πρόσθημα
προσθιάξειν
προσθιγγάνω
προσθίδιος
πρόσθιος
προσθλάω
προσθλίβω
πρόσθλιψις
προσθόδομος
προσθοφανής
προσθροέω
προσθύμιος
View word page
προσθιάξειν
προσθιάξειν·
ἀφελεῖν τὰς ἐκ τῆς ὀσφύος τρίχας
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προσθιάξειν
Headword (normalized):
προσθιάξειν
Headword (normalized/stripped):
προσθιαξειν
IDX:
89413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89414
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσθιάξειν·</span> <span class="foreign greek">ἀφελεῖν τὰς ἐκ τῆς ὀσφύος τρίχας</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}