Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πρόσθεσις
προσθετέον
προσθετέω
προσθέτης
προσθέτησις
προσθετικός
πρόσθετος
προσθέω
προσθεωρέω
προσθεωρητέον
πρόσθη
προσθήκη
πρόσθημα
προσθιάξειν
προσθιγγάνω
προσθίδιος
πρόσθιος
προσθλάω
προσθλίβω
πρόσθλιψις
προσθόδομος
View word page
πρόσθη
πρόσθη
,
ἡ
,=
πρόσθεσις
, dub. in
Hsch.
(fort.
προσθή<κη
>).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πρόσθη
Headword (normalized):
πρόσθη
Headword (normalized/stripped):
προσθη
IDX:
89410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89411
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρόσθη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <span class="foreign greek">πρόσθεσις</span>, dub. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (fort. <span class="foreign greek">προσθή<κη</span>>).</div><br><br>'}