προσθετικός
προς-θετικός, ή, όν,
A). adding: repletive, opp. ἀφαιρετικός, ap. ; 7.8.2 giving additional power, furthering, δύναμις π. εἰς τὸ τίκτειν ap. PE 3.11 ; nutritive, βοηθήματα . Adv. 14.694 -κῶς, θεραπεύειν ap. . 5.129
2). τροπὴ -ωτέρα adding heat to the sun (cf. πρόσθεσις vi), PMag.Leid.W. 10.14 .