Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγριομύρμηξ
ἀγριόνους
ἀγριοπήγανον
ἀγριοπηγός
ἀγριοποιέω
ἀγριοποιός
ἀγριόπρασον
ἀγριορίγανος
ἀγριόρροδον
ἄγριος
ἀγριοσέλινον
ἀγριοσίκυον
ἀγριοσταφίδες
ἀγριοσταφυλίτης
ἀγριότης
ἀγριόφαγρος
ἀγριοφανής
ἀγριόφυλλον
ἀγριόφυτα
ἀγριόφωνος
ἀγριόχοιρος
View word page
ἀγριοσέλινον
ἀγριο-σέλῑνον, τό,
A). = ἀγρίολον , Dsc. 3.67 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγριοσέλινον
Headword (normalized):
ἀγριοσέλινον
Headword (normalized/stripped):
αγριοσελινον
IDX:
893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-894
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγριο-σέλῑνον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀγρίολον</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.67 </span>.</div> </div><br><br>'}