Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσηχής
προσηῷος
προσθαγενής
προσθακέω
προσθάλπω
προσθαρσέω
προσθαυμάζω
προσθαφαίρεσις
προσθαφαιρέω
πρόσθε
προσθεάομαι
πρόσθεμα
προσθεμέλιον
πρόσθεν
προσθερμαίνω
πρόσθεσις
προσθετέον
προσθετέω
προσθέτης
προσθέτησις
προσθετικός
View word page
προσθεάομαι
προσθεάομαι,
A). behold, Supp.Epigr. 6.150 (Phrygia).


ShortDef

behold

Debugging

Headword:
προσθεάομαι
Headword (normalized):
προσθεάομαι
Headword (normalized/stripped):
προσθεαομαι
IDX:
89395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89396
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσθεάομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">behold,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Supp.Epigr.</span> 6.150 </span>(Phrygia).</div> </div><br><br>'}