Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσηχέω
προσηχής
προσηῷος
προσθαγενής
προσθακέω
προσθάλπω
προσθαρσέω
προσθαυμάζω
προσθαφαίρεσις
προσθαφαιρέω
πρόσθε
προσθεάομαι
πρόσθεμα
προσθεμέλιον
πρόσθεν
προσθερμαίνω
πρόσθεσις
προσθετέον
προσθετέω
προσθέτης
προσθέτησις
View word page
πρόσθε
πρόσθε, Ion. and poet. for πρόσθεν (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρόσθε
Headword (normalized):
πρόσθε
Headword (normalized/stripped):
προσθε
IDX:
89394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89395
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρόσθε</span>, Ion. and poet. for <span class="foreign greek">πρόσθεν</span> (q.v.).</div><br><br>'}