Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσημερεύω
προσήμερος
πρόσημον
προσήνεια
προσήνεμος
προσηνεύομαι
προσηνής
προσηνίη
προσήπω
προσήρενε
προσηρμοσμένως
προσηχέω
προσηχής
προσηῷος
προσθαγενής
προσθακέω
προσθάλπω
προσθαρσέω
προσθαυμάζω
προσθαφαίρεσις
προσθαφαιρέω
View word page
προσηρμοσμένως
προσηρμοσμένως, Adv.
A). fittingly, Hsch. s.v. ἀραρῶσαι .


ShortDef

fittingly

Debugging

Headword:
προσηρμοσμένως
Headword (normalized):
προσηρμοσμένως
Headword (normalized/stripped):
προσηρμοσμενως
IDX:
89383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89384
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσηρμοσμένως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fittingly</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀραρῶσαι</span> .</div> </div><br><br>'}