Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσημειόομαι
προσημερεύω
προσήμερος
πρόσημον
προσήνεια
προσήνεμος
προσηνεύομαι
προσηνής
προσηνίη
προσήπω
προσήρενε
προσηρμοσμένως
προσηχέω
προσηχής
προσηῷος
προσθαγενής
προσθακέω
προσθάλπω
προσθαρσέω
προσθαυμάζω
προσθαφαίρεσις
View word page
προσήρενε
προσήρενε· προσέθιγεν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσήρενε
Headword (normalized):
προσήρενε
Headword (normalized/stripped):
προσηρενε
IDX:
89382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89383
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσήρενε·</span> <span class="foreign greek">προσέθιγεν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}