Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρόσημαι
προσημαίνω
προσημαντικός
προσημασία
προσημειόομαι
προσημερεύω
προσήμερος
πρόσημον
προσήνεια
προσήνεμος
προσηνεύομαι
προσηνής
προσηνίη
προσήπω
προσήρενε
προσηρμοσμένως
προσηχέω
προσηχής
προσηῷος
προσθαγενής
προσθακέω
View word page
προσηνεύομαι
προσην-εύομαι,
A). gloss on σαίνω , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσηνεύομαι
Headword (normalized):
προσηνεύομαι
Headword (normalized/stripped):
προσηνευομαι
IDX:
89378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89379
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσην-εύομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">σαίνω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}