Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσηλυτεύω
προσήλυτος
προσήλωσις
πρόσημαι
προσημαίνω
προσημαντικός
προσημασία
προσημειόομαι
προσημερεύω
προσήμερος
πρόσημον
προσήνεια
προσήνεμος
προσηνεύομαι
προσηνής
προσηνίη
προσήπω
προσήρενε
προσηρμοσμένως
προσηχέω
προσηχής
View word page
πρόσημον
πρόσημον,
A). v. πρόσσημον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρόσημον
Headword (normalized):
πρόσημον
Headword (normalized/stripped):
προσημον
IDX:
89375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89376
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρόσημον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πρόσσημον</span> .</div> </div><br><br>'}