Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσηγορία
προσηγορικός
προσήγορος
προσήδομαι
προσηκόντως
προσήκω
προσηλιάζομαι
προσήλιος
πρόσηλος
προσηλόω
προσηλύτευσις
προσηλυτεύω
προσήλυτος
προσήλωσις
πρόσημαι
προσημαίνω
προσημαντικός
προσημασία
προσημειόομαι
προσημερεύω
προσήμερος
View word page
προσηλύτευσις
προσηλύτ-ευσις [ῠ],,
A). residence as a stranger, Aq. Ge. 47.9 .


ShortDef

residence as a stranger

Debugging

Headword:
προσηλύτευσις
Headword (normalized):
προσηλύτευσις
Headword (normalized/stripped):
προσηλυτευσις
IDX:
89364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89365
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσηλύτ-ευσις</span> [<span class="foreign greek">ῠ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">residence as a stranger</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ge.</span> 47.9 </span>.</div> </div><br><br>'}