Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσηγόρημα
προσηγορητικόν
προσηγορία
προσηγορικός
προσήγορος
προσήδομαι
προσηκόντως
προσήκω
προσηλιάζομαι
προσήλιος
πρόσηλος
προσηλόω
προσηλύτευσις
προσηλυτεύω
προσήλυτος
προσήλωσις
πρόσημαι
προσημαίνω
προσημαντικός
προσημασία
προσημειόομαι
View word page
πρόσηλος
πρόσηλος,
A). v. πρόσειλος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρόσηλος
Headword (normalized):
πρόσηλος
Headword (normalized/stripped):
προσηλος
IDX:
89362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89363
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρόσηλος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πρόσειλος</span> .</div> </div><br><br>'}